εὐσεβία

εὐσεβία
εὐσεβίᾱ , εὐσέβεια
reverence towards the gods
fem nom/voc/acc dual
εὐσεβίᾱ , εὐσέβεια
reverence towards the gods
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
εὐσεβίᾱ , εὐσεβία
fem nom/voc/acc dual
εὐσεβίᾱ , εὐσεβία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευσεβία — εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) [ευσεβής] βλ. ευσέβεια …   Dictionary of Greek

  • εὐσεβίᾳ — εὐσεβίαι , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίας — εὐσεβίᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc pl εὐσεβίᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱς , εὐσεβία fem acc pl εὐσεβίᾱς , εὐσεβία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίαν — εὐσεβίᾱν , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱν , εὐσεβία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίαι — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυριακή — I Ημέρα της εβδομάδας. Η λέξη σημαίνει ημέρα του Κυρίου, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να αφιερώνουν στον Κύριο. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Κ. ήταν ημέρα αφιερωμένη μόνο στην Ανάσταση του Ιησού, γιατί οι χριστιανοί τηρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… …   Dictionary of Greek

  • ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… …   Dictionary of Greek

  • εὐσεβιῶν — εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen pl εὐσεβία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσεβίη — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc sg (epic ionic) εὐσεβία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”