ευσεβία — εὐσεβία και εὐσεβίη, ἡ (Α) [ευσεβής] βλ. ευσέβεια … Dictionary of Greek
εὐσεβίᾳ — εὐσεβίαι , εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβίας — εὐσεβίᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc pl εὐσεβίᾱς , εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱς , εὐσεβία fem acc pl εὐσεβίᾱς , εὐσεβία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβίαν — εὐσεβίᾱν , εὐσέβεια reverence towards the gods fem acc sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱν , εὐσεβία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβίαι — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc pl εὐσεβίᾱͅ , εὐσέβεια reverence towards the gods fem dat sg (attic doric aeolic) εὐσεβίᾱͅ , εὐσεβία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυριακή — I Ημέρα της εβδομάδας. Η λέξη σημαίνει ημέρα του Κυρίου, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να αφιερώνουν στον Κύριο. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, η Κ. ήταν ημέρα αφιερωμένη μόνο στην Ανάσταση του Ιησού, γιατί οι χριστιανοί τηρούσαν… … Dictionary of Greek
ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… … Dictionary of Greek
ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… … Dictionary of Greek
εὐσεβιῶν — εὐσέβεια reverence towards the gods fem gen pl εὐσεβία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσεβίη — εὐσέβεια reverence towards the gods fem nom/voc sg (epic ionic) εὐσεβία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)